Έχει μετακομίσει για τρεις μήνες στη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 18 της. Παρόλο που τα βήματά της την ξαναφέρνουν σε δρόμους γνώριμους, για την Κλέλια η αίσθηση είναι... αλλιώτικη. Αφορμή της επιστροφής της είναι οι πρόβες για την παράσταση «ζ ‒ η ‒ θ / Ο ξένος», μια συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ) και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟΚ), σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ένα έργο-σταθμός, που θα την οδηγήσει στην Επίδαυρο για πρώτη φορά στις 11 Ιουλίου. Η υπόθεση βασίζεται στις τρεις ραψωδίες ‒ζ, η και θ‒ από την «Οδύσσεια», που αφηγούνται την ιστορία του ξένου από τη στιγμή που φτάνει στο νησί των Φαιάκων, λίγο πριν από την επιστροφή του στην Ιθάκη. Η Κλέλια υποδύεται τη Ναυσικά, την κόρη του βασιλιά Αλκίνοου, που βρίσκει τον ξένο στο ποτάμι και γίνεται η πρώτη που τον εμπιστεύεται και τον κατευθύνει προς το παλάτι, για να τον βοηθήσει, προσπαθώντας να υλοποιήσει το αίτημά του: να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του.

«Είναι η πρώτη φορά που θα βρεθώ μπροστά στο κοινό στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, και αυτό συμβαίνει με μια παράσταση πλάι σ’ έναν σκηνοθέτη που θαυμάζω απεριόριστα. Δεν προσπαθώ καν να προβλέψω το αποτέλεσμα. Ζω τη διαδικασία, τη στιγμή. Οι πρόβες με τον Μαρμαρινό είναι σχολείο. Τις βιώνω με την ίδια αγωνία της πρώτης ημέρας, με τα συναισθήματα που σε κυκλώνουν ‒ άγχος, χαρά, προσμονή. Ο τρόπος που χειρίζεται ο ίδιος το υλικό, η μέθοδός του, ο σεβασμός στους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεται είναι πολύ ιδιαίτερος και κάνει τόσο πολύτιμη αυτήν την εμπειρία. Και κάθε μέρα μαθαίνω κάτι καινούριο. Σε αυτήν την παράσταση, ο θίασος είναι πολύ μεγάλος. Κάποιοι ηθοποιοί προέρχονται από το Κρατικό, άλλοι έχουν έρθει από την Κύπρο, άλλοι από την Αθήνα. Ο καθένας μας έχει διαφορετική αφετηρία, κι αυτό είναι κάτι που προκαλεί εξίσου εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αισθανόμαστε, όμως, ότι όλοι βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, ανεξαρτήτως ηλικίας ή εμπειρίας. Όλοι έχουμε μια λαχτάρα να αντεπεξέλθουμε. Προσωπικά, θα σας πω ότι στη δουλειά μου δεν αποζητώ να πετύχω πράγματα, αλλά περισσότερο εύχομαι να μου συμβούν. Γιατί έχει μια γλύκα και όχι μια απαίτηση ή μια προσδοκία αυστηρή από τον εαυτό μου όλο αυτό που κάνω. Μια από αυτές τις ευχές μου ήταν να βρεθώ ως ηθοποιός και στην Επίδαυρο, η οποία, χωρίς να ξέρω πώς είναι, αισθάνομαι ότι έχει κάτι το υπερβατικό, όπως και οι πρόβες έχουν κάτι το υπερβατικό», λέει.
«Πιστεύω πιο πολύ από όλους σε μένα. Γιατί ξέρω ότι μέσα από αυτό που έχω επιλέξει να κάνω είμαι πραγματικά η Κλέλια. Και μάλιστα, πιστεύω πιο πολύ στον εαυτό μου όταν κάνω αυτήν τη δουλειά».

Για να είναι πλήρως αφοσιωμένη στις απαιτήσεις της παράστασης, νοίκιασε ένα σπίτι στο κέντρο, κοντά στο θέατρο. Η καθημερινότητά της τώρα στη Θεσσαλονίκη είναι αυστηρά προσανατολισμένη στον σκοπό της: πρόβες, γυμναστική, διάβασμα, ξεκούραση. «Δεν υπάρχει χρόνος για κάτι άλλο. Αν προκύψει ένα μικρό κενό, ίσως δω την οικογένειά μου ή τις φίλες μου από το σχολείο ‒ είμαστε μαζί από το νηπιαγωγείο και τώρα είναι η πρώτη φορά έπειτα από δέκα χρόνια που ξανασυναντιόμαστε στην πόλη μας», αναφέρει. Την ίδια στιγμή, όμως, μου εκμυστηρεύεται ότι βιώνει και μια πρωτόγνωρη κατάσταση, καθώς έχει αρχίσει να νιώθει σαν ξένη στην πόλη που κάποτε ήταν δική της – κάτι που «συναντιέται» συμβολικά και με τον ρόλο της στην παράσταση. «Ναι μεν είμαι συνηθισμένη στο να ταξιδεύω και να αλλάζω τη βάση μου, που είναι η Αθήνα, αλλά τώρα έχω έρθει στην πόλη όπου γεννήθηκα και με έναν τρόπο μού είναι άγνωστη. Έχω επιστρέψει στις ρίζες μου, όμως επειδή έφυγα σε μια πολύ τρυφερή ηλικία και έχτισα τη ζωή μου σ’ έναν άλλο τόπο, έχασα την επαφή μου με τη Θεσσαλονίκη. Λίγο οξύμωρο, το ξέρω, αλλά είναι και αλήθεια. Όπως έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες... Μιλάμε για έναν ξένο, ενώ εγώ βρίσκομαι στην ίδια θέση σε μια πόλη που γνωρίζω. Τώρα έχω επιστρέψει στη “δική μου Ιθάκη”, επιτέλους μετά από πολύ καιρό και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα».
Βέβαια, η Κλέλια απολαμβάνει το γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει αυτή η ζεστασιά, η αμεσότητα, η αίσθηση ότι όλα βρίσκονται τόσο κοντά σου. Η πόλη, όπως τη ζει τώρα, της αποκαλύπτει και κάτι που είχε ξεχάσει, την απλότητα, αν και η ίδια έχει μάθει να λειτουργεί καλύτερα με προορισμό το αβέβαιο. «Η Αθήνα είναι το σπίτι μου. Εκεί ουσιαστικά έμεινα πρώτη φορά μόνη μου, άρχισα να δουλεύω, εκεί σπούδασα θέατρο, εκεί έχω τις παρέες μου. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας μου, η οικογένειά μου και οι αδελφικές μου φίλες. Στην Αθήνα έχτισα αυτό που λέμε “τον κύκλο μου”, που ανοίγει και λίγο, μεταβάλλεται, συναντά το άγνωστο. Και ίσως γι’ αυτό την αγαπώ. Μου αρέσει που μπορώ να βρεθώ κάπου και να μην ξέρω κανέναν. Στη Θεσσαλονίκη, θα συναντήσω πάντα κάποιον γνωστό. Έχει κάτι το οικείο, το προστατευτικό. Όμως εγώ έχω μάθει να αναπνέω μέσα στο απόμακρο».

Εάν ερχόταν μια πρόταση από το εξωτερικό, όπως μου λέει, θα τη δεχόταν με τα μάτια κλειστά. «Η δουλειά μου γίνεται το σπίτι μου, όπου και να είναι αυτό. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που έχω βρει αυτό που αγαπώ να κάνω στη ζωή μου», δηλώνει. Έτσι, όπου βρεθεί για τα «μεγάλα της όνειρα», χτίζει «μικρές πατρίδες». Αμέσως, η κουβέντα μας πηγαίνει στην ωραιότερη από αυτές, στο μεγαλύτερο ως τώρα «κεφάλαιο», όπως το αποκαλεί, της ζωής της, το “Maestro”, το οποίο αποχαιρέτησε πριν από κάτι μήνες. «Δεν μπορεί να το καταλάβει κανένας, πέρα από εμάς που το ζήσαμε. Έχουμε μια ανάμνηση από το “Maestro” πολύ χαρισματική για τη μνήμη μας, που ξεφεύγει από τα όρια της δουλειάς. Οι στιγμές περνούσαν πολύ ευτυχισμένα στους Παξούς. Μεταξύ μας ήμασταν σαν μια γροθιά. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια, είναι κάτι πολύ μεγάλο για την ψυχή μου. Και τώρα, πέρα από το προσωπικό βίωμα, αυτό το έργο έχει χτίσει μια γέφυρα με τον κόσμο. Με πλησιάζουν άνθρωποι στον δρόμο και μου μιλούν σαν να με γνωρίζουν. Κι εγώ νιώθω αμέσως ότι τους ξέρω ‒ έστω λίγο. Κάπως έτσι, μια από τις βαθύτερές μου επιθυμίες, η οποία είναι να μπορούσα τους γνώριζα όλους, εκπληρώνεται με έναν παράδοξο τρόπο».
Τη ρωτάω αν έχει αμφισβητήσει ποτέ τον εαυτό της σε αυτήν τη διαδρομή, και η απάντησή της έρχεται με αυτοπεποίθηση: «Πιστεύω πιο πολύ από όλους σε μένα. Γιατί ξέρω ότι μέσα από αυτό που έχω επιλέξει να κάνω είμαι πραγματικά η Κλέλια. Και μάλιστα, πιστεύω πιο πολύ στον εαυτό μου όταν κάνω αυτήν τη δουλειά. Δεν μπορώ να κρίνω αν είμαι καλή. Λέω ό,τι πιστεύω, ότι αυτό που παρουσιάζω είναι γνήσιο, αυθεντικό, ειλικρινές, με αγάπη, με προσφορά. Δίνω όλο μου το “είναι”». Όσο για το μέλλον, δε ζητάει πολλά. Ένα μόνο: «Να έχω πάντα λόγους να ονειρεύομαι. Να βρίσκω λόγους που θα μου δίνουν κίνητρο να προχωράω».
«Όσο ταξιδεύεις αισθάνεσαι... Σαν να ανοίγεις ως άνθρωπος [...]. Παρατηρείς τους πολιτισμούς ‒ κάτι που είναι και μέρος της δουλειάς μου. Και μετά μεγαλώνεις. Ανοίγει η ψυχή σου».

Πρόσφατα, ταξίδεψε στη Βενετία, την οποία ακόμα κουβαλά μέσα της. «Μόλις έφτασα, δεν πίστευα ότι αυτό το μέρος υπάρχει στα αλήθεια. Ένιωσα ότι κάποιος με πέταξε σ’ ένα μυθιστόρημα. Τόσο λογοτεχνικός τόπος. Αισθανόμουν ότι δε ζω στο 2025. Δεν ήξερα καν αν τα ρούχα που φοράω ταιριάζουν στο μεγαλείο της. Δε λέω ότι είναι ο προορισμός που θα πήγαινα συνέχεια, αλλά ένιωσα ότι είδα κάτι τελείως διαφορετικό. Όσο ταξιδεύεις αισθάνεσαι... Σαν να ανοίγεις ως άνθρωπος. Γνωρίζεις κουλτούρες και αντιλαμβάνεσαι πώς είναι οι άλλοι άνθρωποι, πώς συμπεριφέρονται, πώς γελάνε, πώς μιλάνε, πώς τρώνε, πώς ντύνονται, πώς αγκαλιάζονται. Παρατηρείς τους πολιτισμούς ‒ κάτι που είναι και μέρος της δουλειάς μου. Και μετά μεγαλώνεις. Ανοίγει η ψυχή σου. Όταν είχα πάει μόνη μου σαν παιδάκι πριν από δέκα χρόνια για τρεις εβδομάδες στο Χονγκ Κονγκ για μια δουλειά, μου φαινόταν τόσο διαφορετική η εικόνα του από αυτά που ξέρω, που δεν μπορούσα να συλλάβω ότι σαν μέρος ανήκει στη Γη. Στην Ισπανία, σ’ ένα roadtrip με φίλους, φτάσαμε μπροστά σ’ ένα ακρωτήρι που αγνάντευε το άπειρο. Έβρεχε, η θάλασσα ήταν απέραντη. Υπήρχε μόνο ένας παππούς ο οποίος έπαιζε ένα μουσικό άγνωστο όργανο, με τη μουσική να ακούγεται μέσα στα δάση. Είπα μέσα μου: “Αν όλα πάνε στραβά, ξέρω ότι υπάρχει αυτό το ακρωτήρι και εδώ όλα σταματάνε”. Κάθε μέρος σού δίνει κι ένα “κλειδί” που σου ανοίγει τελείως διαφορετικές πόρτες στην ψυχή σου».
Κι ενώ το παρόν της ανήκει στο θέατρο, κάτι νέο φαίνεται να διαμορφώνεται στο βάθος. Χωρίς να αποκαλύπτει πολλά, αφήνει να εννοηθεί πως η επόμενη τηλεοπτική σεζόν την περιλαμβάνει ‒ και μάλιστα με τρόπο που την ενθουσιάζει. «Δεν μπορώ να πω κάτι ακόμα», λέει χαμογελώντας, «αλλά κάτι έρχεται». Μετά την Επίδαυρο, λοιπόν, ίσως τη δούμε ξανά μέσα από τις οθόνες μας. Ο χρόνος θα δείξει. Οψόμεθα...
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΡΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ
FASHION DIRECTOR ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΛΑΜΑΣ
MAKE UP ARTIST ΜΑΡΙΑ ΠΑΓΩΝΑΚΗ
HAIR ARTIST ΕΦΗ ΔΕΝΟΥΔΗ
BOHΘΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ ΗΛΙΑΝΑ ΓΑΝΤΕ | STYLING ASSISTANTS ΓΕΩΡΓΙΑΝΝΑ ΓΙΑΓΚΟΥ, ΝΙΚΟΣ ΚΑΓΚΑΚΗΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗ ΜΕΛΙΝΑ ΓΕΩΡΓΟΥΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ATELIER FRENCH FIRES + FRENCH KISSES ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ GLOW ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΙΟΥ 2025